- ἄκουροι
- ἄκουροςchildlessmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άκουρος — (I) ἄκουρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει παιδιά και κυρίως αρσενικό κληρονόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κοῦρος «αγόρι»]. (II) –ο, (Α ἄκουρος, ον) [κουρά] ακούρευτος, αξύριστος νεοελλ. 1. «άκουροι και κουρεμένοι», άνθρωποι από κάθε τάξη και κάθε… … Dictionary of Greek